παροντικός

παροντικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται στο παρόν, ο τωρινός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παροντικός — ή, ό [παρόν, όντος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο παρόν, ο παρών, ο τωρινός, τού παρόντος («παροντικοί χρόνοι» γραμμ. ο ενεστώτας και ο παρακείμενος) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”